Α. ΘΑΛΑΣΣΙΟΙ
Το Ιόνιο Πέλαγος είναι μία μεγάλη και βαθιά θάλασσα με πλούσια πανίδα και χλωρίδα. Εκτός από τους ιχθείς που είναι πολυάριθμοι, υπάρχουν πολλά κητώδη (φάλαινες και δελφίνια), φώκιες, θαλάσσιες χελώνες, κ.α.
Στις ακτές της Κέρκυρας απαντώνται σε μικρούς αριθμούς οι μεσογειακές φώκιες, ενώ λόγω της γειτνίασης με την ανοιχτή θάλασσα συχνά κοντά στις ακτές παρατηρούνται ρινοδέλφινα και ζωνοδέλφινα. Στις ανοιχτές θάλασσες γύρω από το νησί ζούνε σταχτοδέλφινα, ζιφιοί, μεγαλόπρεπες πτεροφάλαινες και φυσητήρες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις θάλασσες γύρω από το νησί συχνά εμφανίζονται μεγάλα καρχαριοειδή. Ανάμεσα στα υπόλοιπα είδη των γύρω βυθών υπάρχουν και πολλά που προέρχονται από την Αδριατική και τη Δυτική Μεσόγειο και δεν απαντώνται αλλού στην χώρα μας.
Στις ακτές της Κέρκυρας απαντώνται σε μικρούς αριθμούς οι μεσογειακές φώκιες, ενώ λόγω της γειτνίασης με την ανοιχτή θάλασσα συχνά κοντά στις ακτές παρατηρούνται ρινοδέλφινα και ζωνοδέλφινα. Στις ανοιχτές θάλασσες γύρω από το νησί ζούνε σταχτοδέλφινα, ζιφιοί, μεγαλόπρεπες πτεροφάλαινες και φυσητήρες.
Μεσογειακή Φώκια (monachus monachus)
Στις ραψωδίες Δ' και Ο' της Οδύσσειας γίνεται αναφορά σε αυτήν στον πληθυντικό ως φῶκαι. Αργότερα ο Αριστοτέλης μελέτησε και περιέγραψε διεξοδικά τη φώκη στο έργο του Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν.
Ο Γάλλος ζωολόγος Ζαν Ερμάν περιέγραψε πρώτος, στη σύγχρονη εποχή, τη μεσογειακή φώκια από τον ολότυπο της συλλογής του. Ονόμασε το είδος Phoca monachus (φώκια
μοναχός), πιθανόν λόγω κάποιας ομοιότητας που διέκρινε με τους καλόγερους και όχι σύμφωνα με παλαιότερες αντιλήψεις λόγω του μοναχικού χαρακτήρα του είδους: οι δίπλες που σχηματίζει στο δέρμα της στην περιοχή του λαιμού, ίσως θυμίζουν τις πτυχές από την κουκούλα και το ράσο των μοναχών. Ο Τζον Φλέμινγκ κράτησε το όνομα monachus αλλά το αναβάθμισε σε γένος με ομώνυμο ειδικό Monachus monachus.
Το μήκος των ενήλικων ζώων κυμαίνεται μεταξύ 2-3 μέτρων, ενώ το βάρος τους φθάνει έως και τα 350 κιλά, με τα θηλυκά να είναι λίγο μικρότερα από τα αρσενικά. Το σώμα τους καλύπτεται από στιλπνό τρίχωμα, μήκους περίπου μισού εκατοστού. Το χρώμα τους ποικίλλει από ανοιχτό γκρί και μπεζ στα θηλυκά μέχρι σκούρο καφέ και μαύρο στα αρσενικά, πολλές φορές διάστικτο και με ανοιχτόχρωμα σημεία στον αυχένα, τον λαιμό και την κοιλιά. Στα αρσενικά είναι ιδιαίτερα εμφανής και ευδιάκριτη η λευκή κηλίδα στην κοιλιά.
Οι μεσογειακές φώκιες ζουν μέχρι και 45 χρόνια, αν και ο μέσος όρος είναι γύρω στα 20, ενώ η σεξουαλική ωριμότητα ξεκινά στον 5ο. Ζευγαρώνουν στο νερό και γεννούν κάθε 2 χρόνια -μετά από κύηση 10 μηνών και πάντα στη στεριά- συνήθως ένα μικρό, σπανιότερα δύο. Το νεογέννητο έχει μήκος περίπου 1 μέτρο, ζυγίζει γύρω στα 15 κιλά και είναι ήδη ικανό να κολυμπήσει. Το δέρμα του καλύπτεται από μακρύ σκούρο τρίχωμα μήκους έως και 1,5 εκατοστά. Το τρίχωμα αυτό αντικαθίσταται μέσα σε δύο μήνες από το κοντό τρίχωμα των ενήλικων ζώων. Στην κοιλιά υπάρχει μία μεγάλη λευκή κηλίδα σαν μπάλωμα, της οποίας το σχήμα διαφέρει χαρακτηριστικά σε κάθε φώκια αλλά και μεταξύ των δύο φύλων.[4] Η γαλουχία διαρκεί περίπου τρεις με τέσσερις μήνες και μετά αρχίζει σιγά-σιγά να κυνηγά και να βρίσκει την τροφή του. Την περίοδο αυτήν και σε αντίθεση με άλλα είδη φώκιας, η μητέρα αφήνει το μικρό της μόνο του για κάποιες ώρες προς αναζήτηση τροφής.
Έχει παρατηρηθεί πως είναι πολυγυνικές, δηλαδή ένα ενήλικο αρσενικό διατηρεί ένα χαρέμι και ζευγαρώνει με περισσότερα από ένα θηλυκά. Η γέννα λαμβάνει χώρα σε απομονωμένη σπηλιά με έξοδο προς την παραλία, αν και από παλιές περιγραφές έως και τον 18ο αιώνα φαίνεται πως γεννούσαν στις ανοιχτές αμμουδιές.
Στην Ελλάδα η αναπαραγωγική περίοδος ξεκινάει από τον Αύγουστο και ολοκληρώνεται τον Δεκέμβριο, με πολύ σπάνιες πρώιμες και όψιμες γεννήσεις. Η κορύφωση της αναπαραγωγικής περιόδου καταγράφεται μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου. Την ίδια περίοδο και λόγω της επιδείνωσης του καιρού (φθινοπωρινές καιρικές συνθήκες και θαλασσοταραχές) υπάρχει κίνδυνος για τα νεογνά να παρασυρθούν από τη θάλασσα, να χάσουν τη μητέρα τους και να πνιγούν, καθώς μέχρι και τον τέταρτο μήνα της ζωής τους θηλάζουν αποκλειστικά και δεν μπορούν να τραφούν μόνα τους, ούτε είναι τόσο ικανά στη θάλασσα.
Το σώμα της έχει σχήμα ατρακτοειδές που διευκολύνει την κίνησή της μέσα στο νερό, ενώ τα άκρα της έχουν σχήμα πτερυγίων. Στο κεφάλι της έχει μικρές ακουστικές οπές αντί για εξωτερικά αυτιά και μακριά μουστάκια που χρησιμεύουν ως αισθητήρια όργανα.
Διατροφή
Το θαλάσσιο περιβάλλον της Μεσογείου, όπου ζει μεγάλη ποικιλία ειδών αλλά σε μικρούς σχετικά αριθμούς, φαίνεται να ευνοεί τη διατροφική προσαρμογή της φώκιας, η οποία δε δείχνει κάποια προτίμηση σε συγκεκριμένα είδη. Αντιθέτως τρέφεται με μια ποικιλία από οστεϊχθύς, όπως σαργούς, συναγρίδες, γόπες, μπαρμπούνια και κεφαλόποδων όπως χταπόδια, σουπιές και καλαμάρια, αλλά και καρκινοειδή όπως καβούρια. Το κυριότερο θήραμα των μεσογειακών φωκών αποτελούν τα χταπόδια και συγκεριμένα το Octopus vulgaris.
Ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι οι Μεσογειακές φώκιες συνήθιζαν να χρησιμοποιούν ανοιχτές παραλίες για να ξεκουράζονται και να γεννάνε. Σήμερα όμως, λόγω τις ανθρώπινης όχλησης και τις καταστροφής του φυσικού της χώρου έχει αποτραβηχτεί κυρίως σε απρόσιτες παράκτιες θαλασσινές σπηλιές. Οι σπηλιές αυτές, που μπορεί να έχουν μία ή και περισσότερες εισόδους πάνω ή και κάτω από την επιφάνεια του νερού έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι καταλήγουν σε παραλία (χερσαίο, σχετικά επίπεδο χώρο με άμμο, βότσαλα, κροκάλες είτε επίπεδο βράχο).
Β. ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΙΟΙ
Σαργοί
Σπάροι
Τσιπούρες
Μουρμούρες
Λαβράκια
Σάλπες
Κέφαλοι
Κουτσομούρες
Μαυράκια
Χέλια
Γοβιοί
Γλώσσες
Γ. ΓΛΥΚΟΥ ΝΕΡΟΥ
Σημαντική είναι η παρουσία στο νησί ψαριών όπως μαρίδα γλυκού νερού, χέλια, κεφαλοειδή κ.α. αλλά και κάποιων εξαιρετικά σπάνιων ψαριών των γλυκών νερών όπως του ενδημικού του νησιού κερκυρογωβιού (Knipowitschia goerneri), του ιονικού ζουρνά (Valencia letourneuxi), του θεσπρωτικού πελασγού (Pelasgus thesproticus) και του ζαχαριά (Aphanius fasciatus).