Τα παλιά τα χρόνια η Κέρκυρα δεχόταν επιδρομές από πειρατές και οι κάτοικοι για να προφυλαχτούν έχτιζαν τα χωριά τους πάνω σε λόφους και βουνά. Ένας άρχοντας, που διαφέντευε μεγάλο μέρος της βόρειας Κέρκυρας είχε χτίσει κι αυτός κάστρα, για να προφυλάσσει την περιουσία του. Ένα από αυτά, ήταν και το Παλαιόκαστρο. Χτισμένο σε οχυρή θέση, επόπτευε μεγάλο κομμάτι της βόρειας Κέρκυρας και κυρίως τη βορειοδυτική ακτή.
Αυτό το κάστρο λοιπόν επισκεπτόταν συχνά καβάλα στο μουλάρι της, η κόρη του άρχοντα Αγύρω για να κυνηγήσει στην περιοχή και να λουστεί στα νερά της παρακείμενης πηγής που σήμερα είναι γνωστή ως Γιατρικιά Βρύση, ονομασία που παραπέμπει σε ιαματική πηγή.
Μια μέρα, αφού είχε τελειώσει το κυνήγι και το μπάνιο της και ετοιμαζόταν να πάρει το δρόμο της επιστροφής, την προσοχή της τράβηξε μια στήλη καπνού που ανέβαινε στον ουρανό. Κοντοστάθηκε τραβώντας τα γκέμια του μουλαριού της και με τρόμο διαπίστωσε ότι ο καπνός και οι φλόγες που διέκρινε πετάγονταν από το άλλο κάστρο της οικογένειας, το αρχοντικό όπου διέμενε όλη η οικογένεια. Μαύρη απελπισία την κατέλαβε, όταν συνειδητοποίησε ότι τα αγαπημένα της πρόσωπα και όλο το βιός τους βρισκόταν στα χέρια των πειρατών. Το μυαλό της θόλωσε. Ξάφνου, μια τρελή σκέψη πέρασε από το μυαλό της. Έλυσε το κεντητό ζωνάρι της και μ’ αυτό έδεσε τα μάτια του αγαπημένου της μουλαριού και κατόπιν με το μαντήλι που στόλιζε τα μαλλιά της, έδεσε τα δικά της μάτια. Η μεγάλη απόφαση είχε παρθεί. Άνθρωπος και ζώο, άρχισαν μια τρελή πορεία με τραγική κατάληξη να πέσουν στο γκρεμό. Μαζί στη ζωή μαζί και στο θάνατο. Από τότε ο γκρεμός αυτός πήρε το όνομα “τση μούλας το πήδημα”.
Η ιστορία πέρασε από γενιά σε γενιά μέχρι να φθάσει στις μέρες μας μέσα από τις διηγήσεις της γιαγιάς, θυμίζοντας μας ότι καμιά φορά ο θάνατος είναι προτιμότερος από την αιχμαλωσία και την ατίμωση.